συμμελής

συμμελής
συμμελής
in time
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμμελής — ές, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. (για τέρας) αυτός στον οποίο τα δύο κάτω άκρα, πλήρη ή μη, είναι ενωμένα μεταξύ τους, αλλ. σειρηνομερής αρχ. 1. αυτός που έχει τον ίδιο ρυθμό με κάτι άλλο, σύμφωνος ως προς τον ρυθμό («κροτοῡσι κρότον τινὰ ἐμμελῆ τε καὶ… …   Dictionary of Greek

  • συμμελῆ — συμμελής in time neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συμμελής in time masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συμμελής in time masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμελές — συμμελής in time masc/fem voc sg συμμελής in time neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμελέστατα — συμμελής in time adverbial superl συμμελής in time neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμελῶν — συμμελής in time masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμμελές — συμμελές , συμμελής in time masc/fem voc sg συμμελές , συμμελής in time neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • συμμέλεια — η, Ν [συμμελής] ιατρ. σύμφυση μελών τού ανθρώπινου σώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”